- μελαγκρήδεμνος
- μελαγ-κρήδεμνος, mit schwarzer Hauptbinde
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
μελαγκρήδεμνος — μελαγκρήδεμνος, ον (Α) 1. αυτός που έχει μαύρο κεφαλόδεσμο 2. σκοτεινός, μαύρος («μελαγκρήδεμνος ὁμίχλη», Νόνν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος + κρήδεμνον «κεφαλόδεσμος» (πρβλ. κυανο κρήδεμνος, λιθο κρήδεμνος)] … Dictionary of Greek
μέλας — I Επώνυμο μεγάλης ηπειρωτικής οικογένειας με καταγωγή από τα Ιωάννινα. Μετά τον φόνο του αρματολού Γιάννου Μ. και τη δήμευση της μεγάλης αγροτικής περιουσίας της οικογένειας από τους Τούρκους κατά τα μέσα του 17ου αι., πολλά μέλη της αναγκάστηκαν … Dictionary of Greek